ἐπιμελητής — one who has charge of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμελητής — ο (θηλ. επιμελήτρια) (AM ἐπιμελητής) [επιμελούμαι] ο αρμόδιος για την επιμέλεια, την επιστασία (α. «επιμελητής αρχαιοτήτων» β. «τῶν τῆς πόλεώς εἰμ’ ἐπιμελητὴς πραγμάτων», Αριστοφ. γ. «ἀπολιπὼν ἐπιμελητήν τῆς Τριφυλίας Λάδικον», Πολ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
δικαστικός επιμελητής — Το πρόσωπο που είναι αρμόδιο για την επίδοση όλων των δικαστικών εγγράφων (παλαιότερα ονομαζόταν δικαστικός κλητήρας). Ο δ.ε. είναι υποχρεωμένος να συντάσσει σχετική έκθεση σε δύο πρωτότυπα· το ένα επιδίδεται στο πρόσωπο που έδωσε την παραγγελία… … Dictionary of Greek
ἐπιμεληταῖς — ἐπιμελητής one who has charge of masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμεληταί — ἐπιμελητής one who has charge of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελητοῦ — ἐπιμελητής one who has charge of masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελητῇ — ἐπιμελητής one who has charge of masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελητήν — ἐπιμελητής one who has charge of masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελητῶν — ἐπιμελητής one who has charge of masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'πιμελητά — ἐπιμελητά̱ , ἐπιμελητής one who has charge of masc nom/voc/acc dual ἐπιμελητά , ἐπιμελητής one who has charge of masc voc sg ἐπιμελητά , ἐπιμελητής one who has charge of masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)