επιμελητής

επιμελητής
ο
θηλ. -ήτρια
1. αυτός που φροντίζει για κάτι, που εποπτεύει.
2. δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος που έχει ως έργο την εποπτεία (επιτήρηση) έργου: Επιμελητής των χειρογράφων της Βιβλιοθήκης.
3. επιστημονικός συνεργάτης πανεπιστημιακής σχολής (ιδίως κλινικής, εργαστηρίου κτό.): Επιμελητής νομικής σχολής.
4. μαθητής (ή μαθήτρια) με ειδικά καθήκοντα σε ώρα διαλείμματος (εκκένωση, αερισμός, καθαριότητα αίθουσας διδασκαλίας, εξεύρεση κιμωλιών, χαρτών κ.ά.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιμελητής — one who has charge of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμελητής — ο (θηλ. επιμελήτρια) (AM ἐπιμελητής) [επιμελούμαι] ο αρμόδιος για την επιμέλεια, την επιστασία (α. «επιμελητής αρχαιοτήτων» β. «τῶν τῆς πόλεώς εἰμ’ ἐπιμελητὴς πραγμάτων», Αριστοφ. γ. «ἀπολιπὼν ἐπιμελητήν τῆς Τριφυλίας Λάδικον», Πολ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • δικαστικός επιμελητής — Το πρόσωπο που είναι αρμόδιο για την επίδοση όλων των δικαστικών εγγράφων (παλαιότερα ονομαζόταν δικαστικός κλητήρας). Ο δ.ε. είναι υποχρεωμένος να συντάσσει σχετική έκθεση σε δύο πρωτότυπα· το ένα επιδίδεται στο πρόσωπο που έδωσε την παραγγελία… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιμεληταῖς — ἐπιμελητής one who has charge of masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμεληταί — ἐπιμελητής one who has charge of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελητοῦ — ἐπιμελητής one who has charge of masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελητῇ — ἐπιμελητής one who has charge of masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελητήν — ἐπιμελητής one who has charge of masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελητῶν — ἐπιμελητής one who has charge of masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'πιμελητά — ἐπιμελητά̱ , ἐπιμελητής one who has charge of masc nom/voc/acc dual ἐπιμελητά , ἐπιμελητής one who has charge of masc voc sg ἐπιμελητά , ἐπιμελητής one who has charge of masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”